κρεῖον — κρείων ruler masc voc sg κρεῖον meat tray neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρεῖον — Κρείων ruler masc voc sg Κρεῖος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεῖα — κρεῖον meat tray neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρείω — κρεί̱ω , κρεῖον meat tray neut nom/voc/acc dual κρεί̱ω , κρεῖον meat tray neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Crivs — CRIVS, i, Gr. Κρῖος, ου, (⇒ Tab. II.) des Himmels und der Erde Sohn, Apollod. lib. I. c. 1. §. 3. welcher mit der Euryböa, des Pontus Tochter, den Asträus, Pallas und Perses zeugete, Id. ib. c. 2. und sonst einerley mit dem Kreus ist, da ihn die… … Gründliches mythologisches Lexikon
RHEA — I. RHEA Caeli et Terrae filia, Hesiod. in Theogon. v. 133. ubi de Terrae filiis: Οὐρανῷ εὐνηθεῖςα, τέκ᾿ Ω᾿κεανὸν βαθυδίνην, Κοῖόν τε Κρεῖον θ᾿ Υ῾περίονά τ᾿ Ι᾿απετόν τε, Θεῖαν´ τε Ρ῾εῖάν τε, Θέμιν τε Μνημοςύνηντε. At Orpheus in Hymnis Rheam primam … Hofmann J. Lexicon universale
κρέας — το (AM κρέας, ατός, Α δωρ. τ. κρῆς, επικ. τ. κρεῑας, αττ. γεν. κρέως, κρητ. γεν. κρίως) 1. σάρκα ή τεμάχιο σάρκας τών ζώντων οργανισμών, σε αντιδιαστολή με τα οστά (α. «βοδινό κρέας» β. «ἄρνειον κρέας», Φερεκρ.) 2. η σάρκα τών σφαγίων, σε… … Dictionary of Greek
κρήινον — κρήϊνον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) τόπος όπου φυλάγονταν τα τρόφιμα, κελάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρέας, αντί κρέϊνον (< κρέας + επίθημα ινον), βλ. και κρήιον / κρείον] … Dictionary of Greek
κρήιον — κρήϊον, τὸ (Α) ιων. τ. βλ. κρείον … Dictionary of Greek
Αργολίδα — Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Πελοποννήσου. Στην αρχαιότητα το όνομα αυτό είχε η περιοχή που εκτεινόταν από τον Ισθμό της Κορίνθου έως τη βορειοανατολική Πελοπόννησο, από τον Σαρωνικό και Κορινθιακό έως τον Αργολικό κόλπο στα Ν, την Αρκαδία … Dictionary of Greek